ὁμοτίμου

ὁμοτίμου
ὁμοτί̱μου , ὁμότιμος
equally valued
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ομοτιμία — η (ΑΜ ὁμοτιμία) [ομότιμος] η ιδιότητα τού ομότιμου, το να είναι κανείς ομότιμος, η ομοιότητα ή ισότητα ως προς την τιμή ή ως προς την αξία, ισοτιμία νεοελλ. ο θεσμός τών ομοτίμων, τών ευγενών φεουδαρχών τού μεσαίωνα οι οποίοι αναγνώριζαν ως… …   Dictionary of Greek

  • Χάλσμπορι, Χάρντιντζ-Στάνλεϊ-Τζίφαρντ, κόμης του- — (Halsbury, 1823 – 1921). Άγγλος νομομαθής και πολιτικός. Tο 1875 διορίστηκε από τον Ντισραέλι γενικός εισαγγελέας και μετά από μια διετία εξελέγη βουλευτής και εξακολούθησε έκτοτε να εκλέγεται βουλευτής έως το 1885, οπότε πήρε τον τίτλο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”